κλιμάκιο

κλιμάκιο
το (AM κλιμάκιον) [κλίμαξ]
νεοελλ.
1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση
2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια τού κόμματος»)
3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά κλιμακωτή τάξη, ιεραρχικά (α. «κλιμάκιο τής μεραρχίας» β. «κυβερνητικό κλιμάκιο»)
αρχ.
1. μικρή κλίμακα, μικρή σκάλα («λεπτά κλιμάκια ποιούμενος, πρὸς ταῦτ' ἀνερριχᾶτ' ἄν εἰς τὸν οὐρανόν», Ιπποκρ.)
2. βαθμίδα κλίμακας, σκαλί, σκαλοπάτι
3. φέρετρο
4. χειρουργικό εργαλείο για ανάταξη εξαρθρωμένου μέλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλιμάκιο — το 1. σκαλί, σκαλοπάτι. 2. τμήμα στρατού που αποτελεί στοιχείο μεγαλύτερης στρατιωτικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπροσθοφυλακή — Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακίδιον — κλιμακίδιον, τὸ (Α) [κλίμαξ] κλιμάκιο, μικρή σκάλα …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβάθμιος — α, ο, Ν 1. ο πρώτος ως προς τον βαθμό ή τη σειρά ή ο πρώτος στην τάξη μιας ιεραρχίας (α. «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» η δημοτική εκπαίδευση β. «πρωτοβάθμια οργάνωση» οργάνωση, συνήθως συνδικαλιστική, που μαζί με άλλες όμοιές της συμμετέχουν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”